- ψηττόποδες
- ψηττό-ποδες, οἱ,A turbot-footed, name of a fabulous people in Luc.VH1.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψηττόποδες — turbot footed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηττόποδες — οἱ, Α (ως ονομασία ενός φανταστικού λαού) αυτοί που τα πόδια τους είναι σαν ψήττα, πλατύποδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆττα «είδος ψαριού» + ποῦς, ποδός] … Dictionary of Greek
ψηττόποσιν — ψηττόποδες turbot footed masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)